(αν δεν τα στείλεις, θα σε στείλουν αυτά) Του Τιμολέοντα Τιραμόλα, επαγγελματία ανιματέρ/κλόουν
Έχοντας μεγαλώσει σε παιδική κατασκήνωση κι έχοντας φάει με το κουτάλι όλο το ψωμί κι αλάτι που είχε εκεί, ένα έχω να πω με το χέρι στην καρδιά και μετά λόγου γνώσεως: ΔΕΝ υπάρχει μεγαλύτερο σχολείο για παιδιά και για ενήλικες: Δεν θα ξεχάσω έναν τομεάρχη μας που μπήκε για πρώτη φορά στην κατασκήνωση να δουλέψει στα 43 του και ξέχασε να βγει! Λογικά εκεί θα είναι ακόμη και θα περιμένει να του δώσουν σύνταξη. Η κατασκήνωση είναι Σχολείο Ζωής. Και για να μη νομίζετε ότι υπερβάλλω θα εξηγηθώ. Και στη συνέχεια θα σας δώσω και ένα μίνι οδηγό προετοιμασίας και επιλογής κατασκήνωσης. Σε μια κοινωνία και σε μια οικογένεια όπως η αγία ελληνική όπου ακόμα εν έτει 2018 η μαμά κυνηγάει το εξάχρονο με το πιάτο και το τοστ ακόμα και στο παιδικό πάρτι, ενώ αντίθετα ο δημόσιος θηλασμός θεωρείται ακόμα ταμπού και ντροπή, ο ΘΕΣΜΟΣ της κατασκήνωσης κατέχει βάρος και σημασία εκπαιδευτικού ιδρύματος. Κι αυτό για έναν επιπλέον λόγο: αυτό που η πολύπαθη ελληνική εκπαίδευση από το δημοτικό μέχρι και το πανεπιστήμιο, ασθμαίνοντας, προσπαθεί ακόμα να κατακτήσει, η κατασκήνωση το πέτυχε: τη βιωματική μάθηση. Κι όχι απλά βιωματική, αλλά μέσα από την απόλυτη παιδική απόλαυση: το παιχνίδι. Μέσα από το παιχνίδι λοιπόν μαθαίνει το παιδί να συμβιώνει σε μια μικροκοινωνία, με κανόνες και όρια απόλυτα κατανοητά, λογικά και αφομοιώσιμα για τα παιδικά ματάκια και αυτάκια. Μαθαίνει να συμμετέχει στην ομάδα, κύτταρο μιας μεγαλύτερης ομάδας, της κοινότητας, να σέβεται τα μέλη της ομάδας, να οργανώνει τον ατομικό χρόνο και χώρο του αναλαμβάνοντας την ευθύνη του εαυτού του. Να επιβραβεύεται για τα κατορθώματά του, για παράδειγμα στα αθλήματα, ή έστω και μόνο για τη συμμετοχή και την προσπάθειά του. Και από την άλλη να δέχεται με παιδαγωγικό τρόπο τις επιπτώσεις από τα λάθη του ή τις ζαβολιές του και άρα να ωριμάζει. Αυτό για ένα παιδί που δεν έχει στρώσει στη ζωή του το κρεβάτι του ή δεν έχει πάει καν το πιάτο από το τραπέζι στο νεροχύτη και δεν έχει κάνει βήμα χωρίς την εμβληματική ζακέτα της μάνας λέγεται ΧΕΙΡΑΦΕΤΗΣΗ. Θα ακούσετε και θα διαβάσετε πολλά (τα περισσότερα εκ των οποίων, κακό copy paste) για το πώς να προετοιμάσετε τα παιδιά σας, ειδικά για την πρώτη φορά κατασκήνωση. Εγώ θα σας πω τα εξής: 1.Η προετοιμασία για να πάει πρώτη φορά κατασκήνωση ξεκινάει το προηγούμενο καλοκαίρι -ίσως και το προ-προηγούμενο. 2.Αν πετύχει η πρώτη φορά μετά θ’ αφήσει την κατασκήνωση στα 20 του στην καλύτερη περίπτωση. Αν δεν πετύχει η πρώτη φορά το πιο πιθανό είναι να μη ξαναπάει και κλάφτε κι εσείς και το παιδί τρεις βδομάδες ξεγνοιασιά κάθε καλοκαίρι, για πολλά καλοκαίρια. 3.Ο απόλυτος τρόπος πειθούς αλλά και προετοιμασίας λέγεται «δόλωμα». Δεν έχει κανένα νόημα – κατά την άποψή μου – να ξεκινήσετε το promotion με κατά μέτωπο επίθεση σε στυλ «υπέροχα είναι θα δεις, θα σ’ αρέσει, κ ο Γιωργάκης της κυρά Λένας πάει» γιατί θα φάτε τα μούτρα σας. Του μιλάτε για κάτι άγνωστο στο ίδιο με έναν τρόπο που κρύβει ένα μυστήριο: το δικό σας άγχος. Το οποίο άγχος όμως, το παιδί, υποσυνείδητα, το καταλαβαίνει! Σου λέει, «τώρα αυτή γιατί κόφτεται και μου μιλάει με τέτοια γλυκά λόγια γι αυτό το πράγμα; Κάποιο λάκκο έχει η φάβα.. Ρε μπας και θέλει να με ξεφορτωθεί;» Άσε που υπάρχει περίπτωση να μην πάει καθόλου τον Γιωργάκη της κυρά Λένας. Την προηγούμενη χρονιά λοιπόν, το καλοκαίρι στις διακοπές σας κάντε μία περασιά από μία κατασκήνωση διά ασήμαντον αφορμήν πχ να δείτε έναν φίλο ή να επισκεφτείτε μαζί με οικογενειακούς φίλους τα παιδιά τους. Δεν χρειάζεται, ξαναλέω, να πείτε κουβέντα, ούτε να μοιραστείτε την όποια αγωνία σας («Σου άρεσε; Θα ήθελες να ‘ρθεις του χρόνου;»). Όχι. Απλά αφήστε το να πάρει λίγο άρωμα… Θα πάρει… Και θα πάρει και μπρος. Το έκανα εγώ πέρυσι με παιδιά φίλων: ο άλλος ήδη κοιμάται με sleeping bag! Αν δεν βολέψει γι αυτή την, κατά τ’ άλλα αθώα επίσκεψη, τότε προσκαλέστε στο σπίτι τεχνηέντως μία οικογένεια φίλων που τα παιδιά τους πηγαίνουν κατασκήνωση και πιάστε κουβέντα για το πώς πέρασαν τα παιδιά. Μπορείτε μάλιστα να τους ζητήσετε να σας δείξουν φωτογραφίες! Και πάλι όμως χωρίς άμεση αναφορά ή προτροπή προς τα δικά σας παιδιά. Αν είστε μεγάλοι μαέστροι σε τέτοια κόλπα μπορείτε να βάλετε και το κερασάκι στην τούρτα, λέγοντας πχ στο μικρότερο παιδί σας όταν σας δώσει την κατάλληλη αφορμή: «Εσύ αγόρι μου δε γίνεται να πας φέτος, είσαι μικρός ακόμα» (δεδομένου φυσικά ότι στα σίγουρα δεν θα πάει φέτος). Αυτό θα είναι χτύπημα κάτω απ’ τη μέση! Θα το πάρει προσωπικά! «Ποιον είπες μικρό ρε», «Του χρόνου όμως θα δείτε εσείς!» κλπ. Και τότε θα είναι έτοιμος! Κατά τ’ άλλα και αφού τσιμπήσουν θετικά και μπείτε κάποια στιγμή στο ψητό, θέλει επίσης αρκετή προετοιμασία και αρκετή κουβέντα (βλ. σχετικά links παρακάτω). Η κουβέντα οφείλει να είναι ειλικρινής (όπως όλες οι σοβαρές κουβέντες με τα παιδιά) και με σεβασμό στη γνώμη του παιδιού, τους ενδοιασμούς και τις ανησυχίες του. Στην κουβέντα αυτή θα ήταν χρήσιμο να αφήσετε τις δικές σας ανησυχίες (αγωνίες για πολλούς) απ’ έξω και ει δυνατόν να βρείτε τρόπο να τις ξεπεράσετε. Άλλωστε τις περισσότερες φορές δεν αντιστοιχούν σε αληθινά ερεθίσματα και σίγουρα δεν αφορούν τα παιδιά. Χρήσιμο είναι, αν εμείς δεν γνωρίζουμε από κατασκηνώσεις, να γίνει κουβέντα με κάποιον οικογενειακό φίλο που γνωρίζει, για να μη λέμε αοριστολογίες ή αναλήθειες όπως πχ ότι θα μιλάμε όλη μέρα και κάθε μέρα στο τηλέφωνο ή ότι θα είναι οκ να πάρεις και το PS4 μαζί σου.
Σχετικό. Οι κατασκηνώσεις δέχονται από τα έξι. Αν έχει μεγαλύτερα αδέρφια μαζί του στην κατασκήνωση και γενικά σαν παιδί και σαν οικογένεια έχει τις αυτόνομες στιγμές του, πχ να έχει πάει Α’ Δημοτικού, να πηγαίνει άνετα στο ΚΔΑΠ, να κοιμάται μετά χαράς σε άλλα σπίτια (πχ της γιαγιάς, οικογενειακών φίλων κ.α.) τότε θα μπορούσε. Αρκεί να ξέρει και το ίδιο που πάει, ε; Να είναι συνειδητή και δική του απόφαση. Αν είναι μοναχοπαίδι και γενικά όχι ιδιαίτερα κοινωνικό ή/και κοινωνικοποιημένο, περιμένετε λίγο. Εγώ ιδανικά θα έλεγα στα 8 και μετά. Είπαμε, καλύτερα υπομονή δύο χρόνια παρά να μη ξαναπάει ποτέ. Ιδιαίτερα βοηθητικό είναι να πάει με κάποιο κοντινό του πρόσωπο. Ιδανικά αδέρφια ή αλλιώς συμμαθητές, φίλες, ξαδέρφια, έστω έναν γνωστό ομαδάρχη, ώστε ειδικά τις πρώτες μέρες να μην έχει την αίσθηση ότι μπήκε κάπου που δεν ξέρει κανένα.
Υπάρχουν διάφορες κατηγορίες κατασκηνώσεων, από αθλητικές και εκκλησιαστικές, μέχρι γυμνιστών (έλα οκ, αστειεύομαι). Κάντε μια καλή έρευνα αγοράς και μελετήστε το πρόγραμμά τους. Άλλες δίνουν μεγάλη έμφαση στα αθλήματα, άλλες στα λεγόμενα outdoor activities τύπου flying fox, αναρρίχηση κλπ, άλλες στα εικαστικά, άλλες στην ψυχαγωγία. Σημαντικό είναι να προσδιορίσετε, ασχέτως τι είδους κατασκήνωση είναι, αν έχει αυστηρά καθορισμένο ημερήσιο πρόγραμμα ή πιο χαλαρό. Η Yuppi Camp πχ που γνωρίζω πολύ καλά έχει ένα πολύ καλά οργανωμένο ημερήσιο πρόγραμμα δραστηριοτήτων με τη λογική να μη βαριέται το παιδί και επίσης να μη μένει ανεξέλεγκτο. Ο Καλύβας από την άλλη έχει ένα πιο χαλαρό ημερήσιο πρόγραμμα ακόμα και στη βραδινή ψυχαγωγία δίνοντας 4-5 επιλογές στο παιδί ή την ομάδα του και την ελευθερία να πάει όπου θέλει. Δεν υπάρχει καλό και κακό εδώ, είναι τι ταιριάζει στον καθένα και στην καθεμία (στο παιδί, όχι σε σας). Μεγάλο ρόλο επίσης παίζει και η βραδινή ψυχαγωγία ως επιστέγασμα όλης της ημέρας και ως τελευταίο καρέ πριν τα όνειρα γλυκά. Τόσο η Yuppi Camp όσο και οι Happy Days και Τσαφ Τσουφ πχ δίνουν πολύ μεγάλη βαρύτητα στην οργάνωση της βραδινής ψυχαγωγίας με την προσδοκία ότι και όλη η μέρα χάλια να πάει (όπου χάλια στην κατασκήνωση σημαίνει να χάσει η ομάδα μας στο μπάσκετ και να μη μας κάνει τα γλυκά ματάκια το κορίτσι της δίπλα σκηνής), η βραδινή ψυχαγωγία να είναι ικανή να στείλει το παιδί για ύπνο με χαμόγελο. Αφού καταλήξετε σε 2-3 επιλογές το πολύ, αφιερώστε λίγο χρόνο παραπάνω και κάντε μία συνάντηση με έναν εκπρόσωπο της κατασκήνωσης, κατά προτίμηση τον αρχηγό, ώστε να μάθετε κάποια πράγματα αφενός για το πρόγραμμα, αφετέρου όμως και για το έμψυχο δυναμικό. Οι ομαδάρχες και οι ομαδάρχισσες που στην ουσία είναι η μητέρα και ο πατέρας του παιδιού στην κατασκήνωση, αλλά και ενδεχομένως οι πιο σκληρά εργαζόμενοι/-ες της κατασκήνωσης, είναι κάπως υποτιμημένοι ως τελευταίοι στην ιεραρχία και δυστυχώς οι πιο χαμηλά αμειβόμενοι. Εξασφαλίστε τουλάχιστον ότι είναι ενήλικες και ότι έχουν περάσει από στοιχειώδη εκπαίδευση. Εγώ πχ ξεκίνησα ομαδάρχης στα 15 μου και αυτό που έπαιρνα τότε σε δραχμές αντιστοιχούσε σε 100 ευρώ/ περίοδο (35 χιλιάδες δραχμές). Το καλό είναι ότι η ιεραρχία σε αυτή την περίπτωση λειτουργεί πολύ βοηθητικά και υποστηρικτικά από πάνω προς τα κάτω: από τον αρχηγό> υπαρχηγό> τομεάρχη> κοινοτάρχη> ομαδάρχη. Στις κατασκηνώσεις της ΧΑΝΘ (μία κατηγορία μόνη της – να τα λέμε αυτά) αντίστροφα, αρχηγός ονομάζεται ο ομαδάρχης του σπιτιού/σκηνής, ενώ ο αρχηγός της κατασκήνωσης είναι ο διευθυντής. Σχολείο παιδί μου, στάλεγαγώ!) Τέλος, χρήσιμο θα ήταν να τσεκάρετε και πιο στάνταρ προδιαγραφές (στάνταρ με την έννοια ότι πλέον υπάρχουν σχεδόν σε όλες τις ιδιωτικές κατασκηνώσεις), όπως πχ την ύπαρξη ιατρείου, πιστοποιητικά ασφάλειας κλπ. Άντε και καλό καλοκαίρι να χουμε!
Δύο πολύ καλοί λόγοι για να κάνετε μερικά χρονάκια υπομονή και να εφαρμόσετε το δόγμα: “Αν θέλεις τα παιδιά σου να μεγαλώσουν σωστά, να τους αφιερώνεις το διπλάσιο χρόνο και να τους δίνεις τα μισά λεφτά” (Abigail Van Buren, 1918-2013) Του Τιμολέοντα Τιραμόλα Eπιστημονική επιμέλεια: Νίκη Λιώτη, ψυχολόγος
Συχνό είναι το φαινόμενο να αναρωτιέστε για το παιδί σας “πως είναι δυνατόν να φοβάται τους κλόουν” ή να θεωρείτε (ενδεχομένως αυθαίρετα) ότι “όχι δεν φοβάται, σιγά μη φοβηθεί, αυτός δεν φοβάται τίποτα”, άσχετα αν ο κανακάρης σας είναι μόλις τριών χρονών… Συχνή αντίστοιχα είναι η, κακή θα έλεγα, συνήθεια, στο βωμό της αγάπης για το παιδί τους, οι γονείς να υπερβάλλουν και να ξεφεύγουν στις επιλογές τους, κυρίως σε ότι αφορά τα υλικά αγαθά και τις γιορτές (δώρα, πάρτι γενεθλίων κλπ).
Ποια είναι τελικά η κατάλληλη ηλικία για να προσφέρουμε ένα τέτοιο δώρο, έναν κλόουν, έναν ανιματέρ, στο πάρτι του παιδιού μας και γιατί πολλα παιδιά φοβούνται τους κλόουν; Ας τ’ απαντήσουμε αντίστροφα. Τα παιδιά σε ηλικία 3-4 χρόνων μόλις έχουν σχηματοποιήσει στο μυαλό τους τα βασικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου, το πως είναι ένας άνθρωπος, άνδρας, γυναίκα, παιδί, ψηλός, κοντή, ξανθός, καστανή κλπ. Οτιδήποτε ξεφεύγει απ’ αυτό το μοντέλο, τους προκαλεί εντύπωση έως φόβο, καθότι άγνωστο και αλλόκοτο στα μάτια τους. Χαρακτηριστικές είναι οι αντιδράσεις παιδιών όταν για πρώτη φορά βλέπουν αφρικανικής καταγωγής άνθρωπο (και άρα σκουρόχρωμο). Οι εμπειρικές παρατηρήσεις άλλωστε μέσα από τη δουλειά μας έχουν δείξει ότι αυτό που κυρίως φοβούνται είναι το τεράστιο χαμόγελο – στόμα, το οποίο στα μάτια τους φαίνεται απλά ως παραμόρφωση. (είναι ένας από τους λόγους που ποτέ δεν ζωγράφιζα τέτοιο μεγάλο χαμόγελο. Άσε που μοιάζει σαν να έχεις βουτήξει στη πιατέλα με το κέτσαπ…)
Από την άλλη, σε αυτή την ηλικία, ενδεχομένως δεν έχουν εξοικειωθεί και ίσως να μη γνωρίζουν καν την έννοια του “μασκαρέματος” και του “καρναβαλιού”. Γι’ αυτό και δυσκολεύονται να αντιληφθούν πως π.χ. η μητέρα τους μεταμφιέστηκε σε Χιονάτη τις Απόκριες και αναρωτιούνται: «Πού είναι η μαμά μου; Αφού αυτή είναι η Χιονάτη.» Κατά συνέπεια, το αντίκρισμα ενός τύπου, με έντονο βάψιμο σε όλο το πρόσωπο, πολύχρωμα ρούχα, τεράστια παπούτσια, έντονες κινήσεις, φασαριόζικη φωνή και ενδεχομένως σχετικά δυνατή μουσική, είναι πολύ πιθανό να τους προκαλέσει αλγεινή εντύπωση, καθώς εκείνη τη στιγμή, ο κλόουν στα μάτια τους φαντάζει περισσότερο “ανθρωπόμορφος” παρά άνθρωπος.
Σχετική με αυτό είναι και η σύγχυση στο μυαλό των παιδιών (λίγο μεγαλύτερων σε ηλικία), του κλόουν με άλλους ήρωες της τηλεόρασης ή των κόμικ (πχ Μίκυ, Ντόναλντ, Μπάτμαν κλπ): λένε χαρακτηριστικά: «είσαι άνθρωπος – δεν είσαι αληθινός κλόουν» (κατά τον Μίκυ πχ που υποτίθεται ότι είναι ποντίκι). Τους απαντάω και παροτρύνω και τους συναδέλφους να κάνουν το ίδιο: «Δεν υπάρχουν αληθινοί και ψεύτικοι κλόουν, όλοι οι κλόουν είναι άνθρωποι…»
Θαυματουργή και θεραπευτική ως προς τη δυσκολία αυτή των παιδιών, είναι η μέθοδος που έχω αναπτύξει και ονομάσει «βάψιμο live» που εφαρμόζω με θεαματικά αποτελέσματα σε νηπιαγωγεία και παιδικούς σταθμούς: βγαίνω με αργά, διστακτικά βήματα, χωρίς πολλές φανφάρες και φασαρία, (χαρακτήρας του ντροπαλού κλόουν) ώστε να μη τα τρομάξω, και με την επένδυση μίας ιστορίας (τύπου έχασα/ξέχασα τα χρώματα, βοηθήστε με να τα θυμηθώ) βάφομαι μπροστά στα παιδιά, σαν κομμάτι της παράστασης, με τη δική τους συμμετοχή. Με αυτόν τον τρόπο, τα παιδιά βλέπουν μπροστά τους τη μεταμόρφωση του ανθρώπου σε κλόουν και όλα από κει και πέρα κυλάνε μέλι γάλα.
Ο δικός μου είναι 7 χρονών και δεν συμπαθεί τους κλόουν” “Η μεγάλη μου που είναι 8 κι ακόμα τους φοβάται” Πώς εξηγείται ένα παιδί στα 8-9-10 του, αν όχι να φοβάται, τουλάχιστο να νιώθει άβολα ακόμα και με έναν πετυχημένο κλόουν;
Καταρχήν επιτρέψτε μου να σχολιάσω εδώ τη σεξιστική διάκριση της κοινωνίας μας, την οποία έχουν ασπαστεί η μεγάλη πλειοψηφία γονιών και άρα και παιδιών: «ο γιος μου δεν φοβάται, απλά δεν του αρέσει». Συγνώμη κυρία μου, φοβάται… Ενδεχομένως δεν τολμάει να το σκεφτεί ή να το εκφράσει έτσι γιατί κάπου-κάπως (σπίτι; σχολείο; tv;) «διδάχθηκε» ως αξίωμα ότι τ’ αγόρια δεν φοβούνται: Ποιος δεν έχει ακούσει ακόμα και σήμερα, έστω και για πλάκα τη φράση: «φοβούνται οι άντρες ρε;»
Αν ένα παιδί σε ηλικία δημοτικού συνεχίζει να νιώθει άβολα με τους κλόουν, το πιο πιθανό αίτιο είναι μία ατυχής συνάντηση με κλόουν σε μικρότερη ηλικία (μη πάει στο κακό ο νους σας, δεν εννοώ «φωτούλικη» συνάντηση), πχ σε έναν παιδότοπο, η οποία μπορεί μεν να μην έγινε αντιληπτή από τους γονείς (δεν χρειάζεται να κλάψει για να τρομάξει ή ακόμα κ αν κλάψει δεν είμαστε σε θέση να γνωρίζουμε πάντα το αίτιο), έχει όμως δε, καταγραφεί αρνητικά στο υποσυνείδητο του παιδιού. Αυτή η εμπειρία, λίγα χρόνια αργότερα, ενδεχομένως να εκφραστεί ως «δεν μου αρέσουν οι κλόουν», συνεχίζει όμως να κρύβει μέσα της, η φράση, έναν σχετικό φόβο.
Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να ακούσουμε αυτό που θέλει το παιδί και να μείνουμε μακριά από το πεδίο του κλόουν, στην απόσταση που το ίδιο το παιδί αντιλαμβάνεται ως ασφαλή, ακόμα κ αν αυτή η απόσταση είναι έξω από τον χώρο του πάρτι (σπίτι ή παιδότοπο), ακόμα κ αν χρειαστεί να φύγουμε απ’ το πάρτι. Όσο κ αν αυτό “κοινωνικά” μπορεί να σας ζορίσει, είναι προτιμότερο ν’ αφήσουμε κατά μέρους τους τύπους και τις ευγένειες ως προς τους οικοδεσπότες του πάρτι και να προστατεύσουμε τη σχέση μας με το παιδί. Νουθεσίες του στυλ “έλα βρε, καλός είναι, να δες…” που λέει ο μπαμπάς χαϊδεύοντας στον ώμο τον κλόουν ενώ το παιδί κοιτάει τρομαγμένο και σκαρφαλωμένο στο άλλο χέρι του μπαμπά, είναι παντελώς άχρηστες και συνήθως έχουν τα αντίθετα αποτελέσματα. Τα παιδιά σε αυτή την ηλικία, λειτουργούν με το συναίσθημα παρά με τη λογική και ο φόβος είναι συναίσθημα. Σκεφτείτε αντίστοιχα, αν θέλετε, την υψοφοβία. Έχει νόημα, αν όντως έχετε υψοφοβία, να σας πει κανείς ότι είστε ασφαλής και να σας το αποδείξει; Κανένα νόημα.
Κάποια άλλη στιγμή, αφού το παιδί έχει ηρεμήσει, μπορεί να γίνει μια συζήτηση, σχετικά με το τι ακριβώς φοβάται το παιδί στον κλόουν (το πρόσωπό του, τη δυνατή φωνή του, τα τεράστια παπούτσια του κ.ο.κ.). Έχει τύχει παιδί να μου εξηγήσει συγκεκριμένα και συνειδητοποιημένα ότι αυτό που φοβάται στους κλόουν είναι η πρόσθετη μύτη, ενώ όταν αυτή είναι απλά βαμμένη δεν υπάρχει πρόβλημα. Έχει τύχει παιδί να φοβάται μόνο τα μεγάλα παπούτσια του κλόουν και όταν τα έβγαλα, το πάρτι συνεχίστηκε κανονικότατα και όμορφα. Όταν το παιδί νιώσει έτοιμο, θα σταθείτε καταλύτες στην προσπάθειά του να αντιμετωπίσει αυτόν τον φόβο του (με τη βοήθεια των τεχνών – ζωγραφική, γλυπτική, γράψιμο, με κάποιο παραμυθάκι, με τη σταδιακή επαφή με κλόουν και με ποικίλους άλλους τρόπους, όποιος είναι ο πιο κατάλληλος για το παιδί, την ηλικία του και την αντιληπτική του ικανότητα).
Θα έλεγα όχι με κεφαλαία γράμματα, θαυμαστικό και έμφαση. Και αυτό δεν έχει να κάνει με το αν είναι κακό για τα παιδιά. Όχι, δεν είναι κακό. Δεν θα πάθουν κάτι, σίγουρα θα περάσουν καλά και ήδη σας εξήγησα ότι με τα χρόνια εμπειρίας έχω βρει τον τρόπο να περνάνε όμορφα και «αναίμακτα» όλες οι ηλικίες. Η έμφαση στο όχι, έχει να κάνει με το πώς αντιλαμβάνονται πολλοί γονείς την αγωγή των παιδιών τους και πως θεωρούν σωστό να εκφράζουν την αγάπη τους σε αυτά.
Κάθε πράγμα στον καιρό του κ ο κολιός τον Αύγουστο. Θα του παίρνατε ποδήλατο χωρίς βοηθητικές ρόδες στα 5 χρόνια του; Θα του παίρνατε ποδήλατο με βοηθητικές στα 2; Θα του παίρνατε σταυρόλεξο στα 4 του; Playstation μήπως;!; Θα βλέπατε ταινία με υπότιτλους αν ακόμα δεν έχει μάθει να διαβάζει; Θα του παίρνατε μηχανάκι στα 14; Αυτοκίνητο στα 16; Κάποιοι το κάνατε ήδη;;; Συγχωρέστε με που θα το πω αυτό, αλλά τότε στα 18 ίσως να θέλει ναρκωτικά για να ναι χαρούμενο… Μην εξαγοράζετε την αγάπη των παιδιών σας με δώρα και θέαμα (κλόουν και νεράιδες), είναι όλα πρόσκαιρα και ευκαιριακά.
«Αν θέλεις τα παιδιά σου να μεγαλώσουν σωστά, να τους αφιερώνεις το διπλάσιο χρόνο και τα μισά λεφτά”. (Abigail Van Buren, 1918-2013, Αμερικανίδα αρθρογράφος) Αυτό έχουν μεγαλύτερη ανάγκη και αυτό θα μείνει ανεξίτηλο και ισχυρό μέσα τους όσο μεγαλώνουν. Η απουσία σας είναι αδύνατον να εξισωθεί με υλικά αγαθά, χωρίς τις επακόλουθες συνέπειες στη διαμόρφωση του χαρακτήρα του παιδιού και στις σχέσεις του με τους άλλους μελλοντικά (δημιουργία χειριστικών σχέσεων, αγάπη υπό προϋποθέσεις κ.ο.κ.).
Η κατάλληλη ηλικία για κλόουν ξεκινάει από τα 5-6 χρόνια του παιδιού. Αυτή είναι η ηλικία (και μέχρι τα 12) στην οποία το παιδί μπορεί να διασκεδάσει στο μέγιστο δυνατό με τα παιχνίδια, τα αστεία και τα κόλπα που κάνει ένας κλόουν. Σ’ αυτή την ηλικία μπορεί ν’ αντιληφθεί, να απολαύσει και να συμμετάσχει καλύτερα στα παιχνίδια και στο σόου που κάνουμε. Σ’ αυτή την ηλικία μπορεί να αξιοποιήσει καλύτερα το δώρο που του δίνεται. Ναι αμέ, 12! Ελάτε στον Εύοσμο και στην επαρχία να δείτε τι χαμός γίνεται με τον κλόουν σ’ αυτή την ηλικία. Γιατί; Γιατί εκεί το παιδί δεν είναι τόσο «χορτασμένο» με τα πάντα και μπορεί να εκτιμήσει και να απολαύσει αυτό που του προσφέρεται.
Επιμύθιο: Η μάνα μου, η νηπιαγωγίνα, η σπουδαγμένη στη Σουηδία, η που μεγάλωσε τρία παιδιά και στην οποία χρωστάω φυσικά πολλά (κλαψ, λυγμ, συγκίνηση) λέει: «ότι συσκευή κ αν πάρεις έχει οδηγίες χρήσης. Ε, ας διαβάσουμε κάτι και για το παιδί πριν το κάνουμε…»